- φονίως
- Μεπίρρ. βλ. φόνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φονίως — φόνιος bloody adverbial φόνιος bloody masc acc pl (doric) φόνιος bloody adverbial φόνιος bloody masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόνιος — ον, θηλ. και ία, Α [φόνος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.) 2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει… … Dictionary of Greek